- σπειροτόμηση
- η, Νδιάνοιξη σπειρώματος στα τοιχώματα κυλινδρικής επιφάνειας, με σπειροτόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπειροτόμος μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σπειροτομώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελικοτόμηση — η η σπειροτόμηση με τη βοήθεια ελικοτόμου … Dictionary of Greek
σπειροτόμος — ο, Ν (μηχανολ.) 1. χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή σπειρωμάτων στο εσωτερικό τρημάτων μικρής διαμέτρου, προκειμένου τα τελευταία να δεχθούν κοχλίες, αλλ. ελικοτομίδα και κοχλιοτρύπανο, κν. κολαούζο 2. φρ.… … Dictionary of Greek
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek